παραλογίζομαι

παραλογίζομαι
παραλληλ-ίζομαι, in keeping accounts,
A cheat, D.27.29, 41.30, Philem.32 : c. dupl. acc., defraud of,

π. τρία ἡμιωβέλια τοὺς ναοποιούς Arist.Rh.1374b26

, cf.Isoc. 12.243 ; reckon fraudulently,

τὸν μισθόν LXX Ge.31.41

;

τὰ πορθμεῖα Luc.DMort.4.1

: generally, defraud, τινα LXX Ge.29.25, PMagd.29.5 (iii B.C.) :—[voice] Pass.,

δαπάνας παραλογισθείσας OGI665.15

(Egypt, i A.D.).
II reason falsely, use fallacies, Arist.Ph.186a10, 239b5.
b draw a false inference,

π. ἡ ψυχή Id.Po. 1460a25

, Rh.1408a20 ; π. ὁ ἀκροατής ib.1401b8.
2 mislead by fallacious reasoning,

σφᾶς αὐτούς Isoc.Ep.6.12

;

σαυτόν Aeschin.3.221

, Phld.Rh.1.134S.;

ἀπάτῃ τινὶ π. τινάς Aeschin.1.117

; μεγάλα τὴν πόγιν π. Id.2.128 :— [voice] Pass., to be misled by fallacious reasoning,

π. ἡ διάνοια ὑπό τινων Arist. Pol.1307b35

, Iamb.Protr.2;

αἰτίαις Phld.Lib.p.49

O. :—[voice] Pass. and [voice] Med. opposed,

παραλογισθῆναι καὶ παραλογίσασθαι Arist. Top.108a27

.
III disguise,

τῆς ἐσθῆτος ὄψις παραλογιζομένη τὴν ἐπιδημίαν ἡμῶν Plu.2.597a

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραλογίζομαι — βλ. πίν. 34 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παραλογίζομαι — pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογίζομαι — ΝΑ, και παραλοΐζομαι και παραλογάω, Ν [παράλογος] νεοελλ. κάνω ή λέω κάτι ανόητο, κάτι που αντιβαίνει στη φρόνηση, στη λογική, χάνω το μέτρο τής λογικής, ανοηταίνω αρχ. 1. υπολογίζω εσφαλμένα, λογαριάζω λαθεμένα 2. κάνω απατηλούς, δόλιους… …   Dictionary of Greek

  • παραλογίζομαι — παραλογίστηκα, παραλογισμένος, λέω ή κάνω κάτι αντίθετο στη λογική, ανοηταίνω: Όταν χάνεις την ψυχραιμία σου, παραλογίζεσαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλογίζεσθε — παραλογίζομαι pres imperat mp 2nd pl παραλογίζομαι pres ind mp 2nd pl παραλογίζομαι imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλελογισμένων — παραλογίζομαι perf part mp fem gen pl παραλογίζομαι perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλελογίσμεθα — παραλογίζομαι perf ind mp 1st pl παραλογίζομαι plup ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογιζομένων — παραλογίζομαι pres part mp fem gen pl παραλογίζομαι pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογιζόμεθα — παραλογίζομαι pres ind mp 1st pl παραλογίζομαι imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογιζόμενον — παραλογίζομαι pres part mp masc acc sg παραλογίζομαι pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραλογισαμένων — παραλογίζομαι aor part mp fem gen pl παραλογίζομαι aor part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”